- βαλεριάνα
- valériane
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βαλεριάνα — Γένος, το σημαντικότερο και πιο ενδιαφέρον, της οικογένειας των βαλεριανιδών, ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών, κυρίως των ευκράτων ή ψυχρών περιοχών της Ευρώπης και της βόρειας και δυτικής Ασίας. Άλλα γένη της ίδιας οικογένειας με φυτά αυτοφυή… … Dictionary of Greek
εκχυλίσματα — Προϊόντα φυτικής ή ζωικής προέλευσης, τα οποία προέρχονται από τους φλοιούς, τα ξύλα (τανικά ε.), από εξάτμιση των χυμών ή από τα διαλύματα ορισμένων ουσιών (φαρμακευτικά και θρεπτικά ε.). Τα δραστικά συστατικά που περιέχονται στα φαρμακευτικά ε … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek